martes, 22 de diciembre de 2020

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΟΙΣ 2020


+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ

ΕΛΕ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,

ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ

ΠΑΝΤΙ Τ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ 

ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ


* * *


Τιμιώτατοι ν Χριστ δελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα,


Συμπορευόμενοι μέ τήν Παναγίαν Παρθένον, τήν ρχομένην «ποτεκεν πορ-ρήτως» τόν προαιώνιον Λόγον, καί τενίζοντες τήν τοιμαζομένην νά ποδεχθ τό Θεον Βρέφος Βηθλεέμ, δού φθάσαμεν καί πάλιν τά Χριστούγεννα, μπλεοι ασθημάτων εγνωμοσύνης πρός τόν Θεόν τς γάπης.  πορεία πρός τήν μεγάλην ορτήν τς κατά σάρκα Γεννήσεως το Σωτρος το κόσμου το φέτος διαφορετική ς πρός τάς ξωτερι-κάς συνθήκας, λόγ τς σοβούσης πανδημίας. Καί  κκλησιαστική ζωή,  συμμετοχή τν πιστν ες τάς εράς κολουθίας,  ποιμαντική μέριμνα καί  καλή μαρτυρία ν τ κόσμπέστησαν τάς συνεπείας τν γειονομικν περιορισμν. Πάντα τατα μως δέν φορον ες τήν σωτάτην σχέσιν το χριστωνύμου λαομέ τόν Χριστόν, ες τήν πίστιν ες τήν πρόνοιαν Ατο καί τήν φοσίωσιν ες τό «ν, ο στι χρεία»[1].


Ες τάς κκοσμικευμένας κοινωνίας, τά Χριστούγεννα χουν ποχρωματισθ, κατέστησαν  ορτή τς πιδεικτικς καταναλώσεως καί τς κοσμικότητος, χωρίς ποψίαν τι κατά τήν γίαν ταύτην μέραν τιμμεν τό «εί μυστήριον»[2] τς Θείας νανθρωπήσεως.  χριστιανοπρεπής ορτασμός τν Χριστουγέννων ποτελεσήμερον πρξιν ντιστάσεως ες τήν κκοσμίκευσιν τς ζως καί ες τήν ξασθένησιν  καί νέκρωσιν τς ασθήσεως διά τό μυστήριον.


ν τ σαρκώσει το Λόγου ποκαλύπτεται τό περιεχόμενον,  κατεύθυνσις καί  σκοπός τς νθρωπίνης πάρξεως.  παντέλειος Θεός πάρχει ς τέλειος νθρωπος, διά νά δυνηθμεν νά πάρξωμεν «μέ τόν τρόπον το Θεο». « Θεός γάρ νηνθρώπησεν, να μες θεοποιηθμεν»[3].  νθρωπος εναι, κατά τήν βαθυστόχαστον κφρασιν το γίου Γρηγορίου το Θεολόγου, «θεός κεκελευσμένος»[4], «ζον θεούμενον»[5]. Ατή εναι  ψίστη τιμή πρός τόν νθρωπον,  ποία ποδίδει ες τήν παρξίν του νυπέρβλητον ξίαν. ν Χριστλοι ο νθρωποι καλονται ες τήν σωτηρίαν. νώπιον το Θεο, «οκ νι ουδαος οδέ λλην, οκ νι δολος οδέ λεύθερος, οκ νι ρσεν καί θλυ˙ πάντες γάρ μες ες στε ν Χριστ ησο», θεολογε θεοπνεύστεως  πόστολος Παλος[6]. Πρόκειται περί μις καθοριστικς νατροπς ες τόν χρον τς νθρωπολογίας, ες τήν εράρχησιν τν ξιν, ες τήν θεώρησιν το θους. κτοτε, στις θίγει τόν νθρωπον, στρέφεται κατά το Θεο. «Οδέν γάρ σον νθρωπος ερόν,  καί φύσεως κοινώνησεν  Θεός»[7]. 


Χριστούγεννα εναι λη  θεανθρωπίνη ζωή τς κκλησίας, ν τ ποί  Χριστός διηνεκς βιοται ς ν,  ν καί  ρχόμενος.  «ν γκάλαις τς Μητρός» εναι  «ν τος κόλποις το Πατρός», τό παιδίον ησος εναι  σταυρωθείς, ναστάς καί ν δόξ ναληφθείς ες τούς ορανούς,  δίκαιος κριτής καί Βασιλεύς τς δόξης. Ατό τό νέκ-φαντον μυστήριον δοξάζομεν ν ψαλμος καί μνοις, ατό διακονομεν, διακονηθέντες καί διακονούμενοι συγχρόνως π᾿ ατο. Ατό διετύπωσε θεοπνεύστως, «πομένη τος γίοις Πατράσιν»,  ν Χαλκηδόνι Δ’ Οκουμενική Σύνοδος. Τό «δόγμα τς Χαλκηδόνος», τόν πέρ λόγον καί ννοιαν τρόπον τς προσλήψεως τς σαρκός το κόσμου πό το Λόγου το Θεο, «ψάλλει» διά τς ρχιτεκτονικς κφραστικς, τς ργανώσεως το ερο χώρου, το ντυπωσιακο τρούλλου,  ποος πεικονίζει τήν τά πάντα συνέχου-σαν θείαν φιλανθρωπίαν καί συνάπτει τά οράνια καί τά πίγεια, διά τν εκόνων καί τοδιακόσμου, διά τς μοναδικς θεολογικς γλώσσης τς κπάγλου φωτοχυσίας,  πανίερος ναός τς το ΘεοΣοφίας ν τ Πόλει τν Πόλεων, τό καύχημα τς ρθο-δοξίας καί τό κλέϊσμα τς οκουμένης.


ν μέσ περιστάσεων καί θλίψεων πολλν, χε σήμερον  λιγυρά φωνή το «γγέλου Κυρίου», το«εαγγελιζομένου χαράν μεγάλην... παντί τ λατι τέχθη μν σήμερον σωτήρ, ς στι Χριστός Κύριος»[8]. ορτάζομεν τά Χριστούγεννα, προσευχόμενοι διά τούς ν κινδύνοις καί σθενείαις δελφούς μν. Θαυμάζομεν τήν ατοθυσίαν τν ατρν καί τν νοσηλευτν καί πάντων τν συμβαλλόντων ες τήν ντιμετώπισιν τς πανδημίας. Χαίρομεν διαπιστοντες, τι  σθενν προσεγγίζεται π᾿ ατν ς ερόν πρόσωπον καί δέν μετατρέπεται ες ριθμόν, περιστατικόν, ντικείμενον, πρόσωπον βιολογικήν μονάδα. ς λέχθη προσφυέστατα,  «λευκή μπλούζα» τν ατρν εναι «να σπρο ράσο», κφράζει τήν παραίτησιν πό τό «μόν» χάριν το δελφο, τό «ζητεν τά το τέρου»[9], τήν λικήν φιέρωσιν ες τόν πάσχοντα. Ες ατό τό «σπρο ράσο» καί ες τό ράσον το κληρικο, σύμβολον μφότερα θυσίας καί διακονικο πνεύματος, μπνευσις καί  κινητήριος δύναμις εναι  γάπη,  ποία εναι πάντοτε δρον τς θείας χάριτος, ποτέ ποκλειστικς δικόν μας κατόρθωμα.


 πικίνδυνος πανδημία κλόνισε πολλά ατονόητα, πεκάλυψε τά ρια το τιτανισμο το συγχρόνου «νθρωποθεο» καί νέδειξε τήν δύναμιν τς λληλεγγύης. μο μέ τήν διαμφισβήτητον λήθειαν, τι κόσμος μας ποτελε νότητα, τι τά προβλήματά μας εναι κοινά, καί  λύσις των παιτε σύμπραξιν καί συμπόρευσιν, νεδείχθη ξόχως  ξία τς προσωπικς συμβολς, τς γάπης το Καλο Σαμαρείτου,  ποία περβαίνει τό νθρώπινον μέτρον.  κκλησία συμπαρίσταται νεργς, ργ καί λόγ, πρός τούς μπεριστάτους δελφούς καί προσεύχεται διά τήν νίσχυσιν ατν, τν συγγενν καί τν πευθύνων διά τήν περίθαλψιν, διακηρύττουσα συγχρόνως, τι  θεραπεία το σθενος, ς προσωρινή νίκη πί το θανάτου, παραπέμπει ες τήν ν Χριστ πέρβασιν καί τελικήν κατάργησιν ατο


Δυστυχς,  γειονομική κρίσις δέν πέτρεψε τήν νάπτυξιν τν δράσεων, α ποαι εχον προβλεφθ διά τό 2020, «τος ποιμαντικο νακαινισμο καί φειλετικς μερίμνης διά τήν νεολαίαν». λπίζομεν, τι κατά τό περχόμενον τος θά καταστ δυνατή  πραγματοποίησις τν προγραμματισθεισν κδηλώσεων διά τήν νέαν γενεάν. Γνωρίζομεν κ πείρας τι, φ᾿ σον ο νέοι καί α νέαι προσεγγισθον μέ κατανόησιν καί γάπην, ποκαλύπτουν τάς δημιουργικάς των δυνάμεις καί συμμετέχουν μέ νθουσιασμόν ες τά δρώμενα. Τελικς, νεότης εναι μία διαιτέρως «θρησκευτική» περίοδος τς νθρωπίνης ζως, μέ νειρα, ράματα καί βαθείας παρξιακάς ναζητήσεις, μέ ζσαν τήν λπίδα νός νέου κόσμου δελφοσύνης. Ατήν τήν «καινήν κτίσιν»[10], τούς «καινούς ορανούς καί γν καινήν ... ν ος δικαιοσύνη κατοικε»[11], εαγγελίζεται  κκλησία τοΧριστο, ατήν εκονίζει ν τ πορεί πρός τά σχατα.


γαπητοί δελφοί καί ελογημένα τέκνα, 


ν τ κκλησί νθρωπος νακαινοται λος, δέν «βοηθεται» πλς, λλά «ληθεύει», βιώνει τόν νθεον προορισμόν του. ς διεκήρυξεν  γία καί Μεγάλη Σύνοδος τς ρθοδοξίας, ες τήν κκλησίαν «καστος νθρωπος ποτελε μοναδικήν ντότητα, προωρισμένην ες προσωπικήν κοινωνίαν μετά το Θεο»[12]. χομεν τήν θεόσδοτον βεβαιότητα, τι  παρών βίος δέν εναι λόκληρος  ζωή μας, τι τό κακόν καί αρνητικότητες δέν χουν τόν τελευταον λόγον ες τήν στορίαν.  Σωτήρ μν δέν εναι νας «πό μηχανς Θεός»,  ποος παρεμβαίνει καί ξαφανίζει τά δεινά, ν ταυτοχρόνως καταλύει τήν λευθερίαν μας, σάν ατη νά το «καταδίκη», κ τς ποίας χρήζομεν παλλαγς. Δι᾿ μς τούς Χριστιανούς σχύει τό παράμιλλον Πατερικόν: «Βουλομένων γάρ, ο τυραννουμένων τό τς σωτηρίας μυστήριον»[13].  λήθεια τς ν Χριστ λευθερίας δοκιμάζεται διά το Σταυρο ποος εναι  δός πρός τήν νάστασιν.


ν τ πνεύματι τούτ, συνεορτάζοντες μετά πάντων μν ν θεαρέστ φρονή-ματι τά Χριστούγεννα καί τάς λοιπάς ορτάς το γίου Δωδεκαημέρου, εχόμεθα κ το ερο μν Κέντρου το Φαναρίου, πως συγκαταβάς τ γένει τν νθρώπων Σωτήρ χαρίζηται μν γιείαν, τήν πρός λλήλους γάπην, προκοπήν ν παντί ργ γαθ, καί πσαν νωθεν ελογίαν, ν τ νατέλλοντι νέ τει καί ν πάσαις τας μέραις τς ζως μν. Γένοιτο!                   

      

Χριστούγεννα ‚βκ’


†  Κωνσταντινουπόλεως

διάπυρος πρός Θεόν εχέτης πάντων μν


[1]  Πρβλ. Λουκ. ι’, 42. 

[2]  Μαξίμου το μολογητο, Κεφάλαια διάφορα Θεολογικά καί Οκονομικά περί ρετς καί κακίας, κατοντάς πρώτη, ΙΒ’, PG 90, 1184.

[3]  θανασίου το Μεγάλου, Περί νανθρωπήσεως, 54.

[4]   Γρηγορίου το Θεολόγου, Ες τόν Μέγαν Βασίλειον πιτάφιος, PG 36, 560. 

[5]   Το ατο, Λόγος ΜΕ’, Ες τό γιον Πάσχα, PG 36, 632.

[6]   Γαλ. γ’, 28.  

[7]   Νικολάου Καβάσιλα, Περί τς ν Χριστ ζως, ΣΤ’, PG 150, 649.

[8]   Λουκ. β’, 9-11.

[9]   Α’ Κορ. ι’, 24.

[10]   Β’ Κορ. ε’, 17. 

[11]   Β’ Πέτρ. γ’, 13.

[12]   γκύκλιος, § 12.

[13]   Μαξίμου το μολογητο, Ες τήν προσευχήν το Πάτερ μν, PG 90, 880.